προσαυξάνει

προσαυξάνει
πρόσ-αὐξάνω
increase
pres ind mp 2nd sg
πρόσ-αὐξάνω
increase
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επίσακτος — ἐπίσακτος, ὁ (Α) παπυρικό αντί ἐπείσακτος* ο επιπλέον, αυτός που προσαυξάνει και ειδ. για χρήματα ο τόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. επίσακτος αντί επείσακτος < επεισάγω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”